ἀξιωματικά

ἀξιωματικά
ἀξιωματικός
dignified
neut nom/voc/acc pl
ἀξιωματικά̱ , ἀξιωματικός
dignified
fem nom/voc/acc dual
ἀξιωματικά̱ , ἀξιωματικός
dignified
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀξιωματικάς — ἀξιωματικά̱ς , ἀξιωματικός dignified fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικός — ή, ό (AM δογματικός, ή, όν) [δόγμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά κ.λπ.) 2. (φιλοσ.) αυτός που υποστηρίζει τη βεβαιότητα τής γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι») νεοελλ. 1. εκείνος τού… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”